- ἐκπυρήνισις
- ἐκπυρήνισιςsqueezing outfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκπυρήνισιν — ἐκπυρήνισις squeezing out fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκπυρήνιση — η (AM ἐκπυρήνισις) η αφαίρεση τών πυρήνων από καρπούς νεοελλ. η εκρίζωση περιγεγραμμένου όγκου ή οργάνου αρχ. εκπίεση, εξακόντιση … Dictionary of Greek